χρυσορόης

χρυσορόης
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσορρόης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσορόης — χρῡσορόης , χρυσορόης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορόαν — χρῡσορόᾱν , χρυσορόης masc acc sg (epic doric aeolic) χρῡσορόαν , χρυσορόης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορόας — χρῡσορόᾱς , χρυσορόης masc acc pl χρῡσορόᾱς , χρυσορόης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορρόης — και χρυσορρόας, ο, ΝΜΑ, και χρυσορόας ΜΑ, και χρυσορόης Α 1. (για ποταμό) αυτός τού οποίου το ρεύμα παρασύρει ψήγματα χρυσού (α. «ο χρυσορρόας Πακτωλός» β. «ὁ χρυσορρόας καλούμενος Νεῑλος», Αθήν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) χρυσόστομος νεοελλ. μτφ. (για …   Dictionary of Greek

  • χρυσορόη — χρῡσορόη , χρυσορόης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσορόου — χρῡσορόου , χρυσορόης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”